ἐμπελάσαντες

ἐμπελάσαντες
ἐμπελά̱σαντες , ἐμπελάω
aor part act masc nom/voc pl (doric aeolic)
ἐμπελάζω
bring near
aor part act masc nom/voc pl
ἐμπελάζω
bring near
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενιπλήσσω — ἐνιπλήσσω (Α) (επικ. τ. τού ἐμπλήσσω) 1. πέφτω μέσα, εμπίπτω («καὶ τάφρῳ ἐνιπλήξωμεν ὀρυκτῇ» και πέσουμε μέσα στη σκαμμένη τάφρο, Ομ. Ιλ.) 2. πλήττω, χτυπώ 3. επιτίθεμαι, εφορμώ 4. (κατά τον Ησύχ.) «ενιπλήξαντες, ενιπληξάμενοι εμπελάσαντες,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”